Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Στα επίπεδα του 1994 η φτώχεια στην Ελλάδα

Print Friendly and PDF
Η οικονομική κρίση, με την περιστολή των κοινωνικών δαπανών που επέφερε στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής, έχει αυξήσει δραματικά τον κίνδυνο της φτώχειας στην Ελλάδα και έχει καταστήσει πολύ εύθραυστη την κοινωνική συνοχή. 




Οι επιπτώσεις δεν φαίνεται να περιορίζονται μόνον σε όσους αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στην κάλυψη βασικών τους αναγκών ή σε ανθρώπους που έχασαν πρόσφατα τη δουλειά τους. Ολοένα και περισσότερες οικογένειες αντιμετωπίζουν πλέον το μέλλον τους ως αβέβαιο όχι μόνο από την έλλειψη εργασίας, αλλά και από την αβέβαιη και ανεπαρκώς πληρωμένη εργασία, καθώς η φτώχεια διεισδύει και καταλαμβάνει υψηλότερο μερίδιο στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό και στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.Υψηλότερα ποσοστά ακόμη και από Ρουμανία - Βουλγαρία

Στην οικονομική κρίση υπάρχουν ομάδες πληθυσμού που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες και υπάρχει ιδιαίτερα αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης μιας προσωπικής διαδρομής στη φτώχεια. Μεσοπρόθεσμα, τα φτωχά νοικοκυριά τα οποία διαθέτουν λιγότερα περιουσιακά στοιχεία, περιορισμένες δυνατότητες αντίδρασης και λιγότερη πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες και προϊόντα, ενδεχομένως να βιώσουν βαθύτερη, πιο ακραία, ίσως και απόλυτη φτώχεια. Βραχυχρόνια ωστόσο πλήττονται όσοι βρίσκονται «κοντά στη φτώχεια», ενώ επηρεάζονται και νέες ομάδες που διαφορετικά δεν θα είχαν επηρεαστεί.
Από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) που είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Eurostat (http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page/portal/income_social_inclusion_living_conditions/data/database), διαπιστώνεται κατ' αρχάς ότι το 2012 το 23,1% του πληθυσμού της χώρας ή 2.536.000 άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας (5.708 ευρώ για ένα άτομο έναντι 6.591 το 2011) και επομένως υπάρχει αύξηση της φτώχειας κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Μεταξύ των 24 χωρών για τις οποίες υπάρχουν ήδη διαθέσιμα στοιχεία για το 2012 στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό και ακολουθούν η Ρουμανία (22,6%), η Βουλγαρία (21,2%) και η Ισπανία (22,2%).
Το υψηλό επίπεδο του κινδύνου φτώχειας είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Από το 1996 μέχρι και το 2011 η τιμή του δείκτη κυμαινόταν μεταξύ 20% και 21% και φαίνεται να έχει διατηρήσει ευστάθεια και αδράνεια σε οποιαδήποτε μέτρα (Σχήμα 1). Η άνοδος που σημειώνεται μεταξύ 2011 και 2012 μας φέρνει στο επίπεδο που είχε σημειωθεί το 1994 (παρά τις μεθοδολογικές αντιστοιχίες).Γράφημα 1. Κίνδυνος φτώχειας στην Ελλάδα 1994-2012
Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και Eurostat
Με κριτήριο το φύλο, ομάδα υψηλού κινδύνου φτώχειας στην Ελλάδα το 2012 είναι οι γυναίκες(23,6%). Σε σχέση με την ηλικία (Σχήμα 2), η φτώχεια φαίνεται ωστόσο να μετατοπίζεται από την ομάδα των ηλικιωμένων (17,2% το 2012 έναντι 23,6% το 2011) προς την ομάδα των παιδιών (26,9% το 2012 έναντι 23,7% το 2011) και των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (23,7% το 2012 έναντι 20,0% το 2011).

Πίνακας 2. Κίνδυνος φτώχειας κατά φύλο και ηλικία, Ελλάδα 2011-2012
Πίνακες 2 & 3

Το 2012, ο κίνδυνος φτώχειας καταγράφεται υψηλός για το σύνολο των νοικοκυριών με εξαρτώμενα παιδιά (28,1% το 2012 έναντι 23,2% το 2011), με ιδιαίτερα ακραία την περίπτωση των μονογονεϊκών νοικοκυριών με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί (66% το 2012 έναντι 43,2% το 2011).
Πλήττεται ωστόσο και ο "σκληρός πυρήνας" την ελληνικής οικογένειας με ένα ή δύο παιδιά, καθώς και στις δύο περιπτώσεις ο κίνδυνος φτώχειας υπερβαίνει το 25%. Εντυπωσιακή αύξηση καταγράφεται για την περίπτωση των νοικοκυριών με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά, καθώς ο κίνδυνος φτώχειας από 23,2% το 2011 αυξάνεται σε 28,1% το 2012 (Σχήμα 3).
Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά και άλλες παραμέτρους της ελληνικής οικογένειας, όπως για παράδειγμα αναβολή της γονιμότητας, καθώς το άμεσο μαζί με το έμμεσο κόστος φροντίδας και ανατροφής των παιδιών γίνεται δυσβάσταχτο.

Σχήμα 3. Κίνδυνος φτώχειας για νοικοκυριά με παιδιά, Ελλάδα 2011-2012
Οι μεταβολές στην απασχόληση φαίνεται να δημιουργούν μια ομάδα εργαζομένων, η οποία δεν μπορεί να απορροφηθεί και να ενσωματωθεί πλήρως από την αγορά, ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο της έντονης οικονομικής ύφεσης. Πρόκειται για άτομα που απασχολούνται σε αβέβαιες και κακής ποιότητας θέσεις αγοράς εργασίας (εργαζόμενοι φτωχοί), που πληρώνονται τόσο άσχημα ώστε να μην έχουν ποτέ τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της φτώχειας.
Συνιστούν μέρος της κοινωνίας που αισθάνονται ότι είναι αποδεκτοί και ενταγμένοι και ταυτόχρονα έχουν απορριφθεί. Η δυσκολία πρόσβασης ή η μη-επιλεξιμότητα σε μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν κάπως τη κατάστασή τους αποτρέπει την αποφυγή ή τον περιορισμό της φτώχειας, που είναι περισσότερο ακραία όταν πρόκειται για νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά.
Λόγω της κρίσης, μια άλλη ομάδα η οποία πλήττεται ιδιαίτερα αφορά τα ζευγάρια με έναν εργαζόμενο. Πρόκειται για το κυρίαρχο μοντέλο στη χώρα μας, καθώς οι γυναίκες πολύ συχνά διακόπτουν την εργασία τους για τη στήριξη των εξαρτώμενων μελών ή εργάζονται ευκαιριακά. Η άνοδος της ανεργίας και της χαμηλόμισθης εργασίας καθιστά ανεπαρκή το μισθό του άνδρα / συζύγου ο οποίος συντηρούσε και κάλυπτε τις ανάγκες της οικογένειας. Έτσι, με ένα ελάχιστα αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος, με κρίση και κατάρρευση των άτυπων δικτύων στήριξης, δηλαδή του μοντέλου πρόνοιας του ευρωπαϊκού Νότου, ο κίνδυνος φτώχειας για τα ζευγάρια «με έναν εργαζόμενο» μεγαλώνει και μόνο τα ζευγάρια «διπλής σταδιοδρομίας», δηλαδή με δύο εργαζόμενους, φαίνονται ικανά να προστατεύουν καλύτερα τα παιδιά από τη φτώχεια, αν και αυτό τείνει να αμφισβητηθεί σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Όπως διαπιστώνεται από τα πρόσφατα στοιχεία, ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζόμενους αυξήθηκε σε 15,1% το 2012, έναντι 11,9% το 2011 (Σχήμα 4). Ομάδες υψηλού κινδύνου είναι κυρίως οι άνεργοι (ποσοστό φτώχειας 45,8% το 2012, αυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του προηγούμενου έτους που ήταν 44,3%) και κυρίως τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά, όπου κανένας δεν εργάζεται (79,3% το 2012 έναντι 74,2% το 2011). Παρά ταύτα και τα παραδοσιακά νοικοκυριά όπου το ένα μέλος εργάζεται, απειλούνται από υψηλό κίνδυνο φτώχειας (32,5% το 2012 έναντι 29,6% το 2011). Η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, η αύξηση της μερικής απασχόλησης, η δραματική αύξηση της ανασφάλιστης εργασίας και η συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών φαίνεται να αυξάνουν το ποσοστό των εργαζόμενων και των φτωχών γενικότερα.
Σχήμα 4. Κίνδυνος φτώχειας κατά κατάσταση απασχόλησης, Ελλάδα 2011-2012
Την περίοδο 2011-2012, ο κίνδυνος φτώχειας καταγράφεται επίσης υψηλός για τα άτομα με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης (από 31,9% το 2011 αυξάνει σε 35,9% το 2012), ενώ η προστασία κατά του κινδύνου φτώχειας για τα άτομα που είναι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι μεν χαμηλότερη, αλλά παρουσιάζει αύξηση (10,1% το 2012 έναντι 7,2% το 2011).

Σχήμα 5. Κίνδυνος φτώχειας κατά επίπεδο εκπαίδευσης, Ελλάδα 2011-2012

Δραματική είναι η επιδείνωση των δεικτών φτώχειας στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης. Όντως, ενώ το ποσοστό φτώχειας για το έτος 2011 υπολογιζόμενο με το κατώφλι φτώχειας του έτους 2008 (60% του διάμεσου εισοδήματος του 2008 εκφρασμένου σε τιμές του 2011 με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή) ήταν 24,9%, το αντίστοιχο ποσοστό για το 2012 έφτασε στο 35,8%. Με άλλα λόγια, μέσα σε ένα μόλις έτος στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης είχαμε αύξηση της φτώχειας σε απόλυτους όρους κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες ή κατά 44%.
Ανάλογα δυσμενής είναι η σχετική θέση της Ελλάδος μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και σε όρους εισοδηματικής ανισότητας. Για το 2012, ο δείκτης S80/S20 δείχνει ότι το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6,6 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% (σε σύγκριση με το 6,0 το 2011). Για την ίδια περίοδο, ο δείκτης ανισότητας Gini κινείται μεταξύ 33,5 και 34,3 κατατάσσοντας τη χώρα μας στην κορυφή των χωρών της Ε.Ε.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 49,8% (έναντι 44,9% το 2011), ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 26,8% (έναντι 24,8% το 2011). Φαίνεται ότι χωρίς το δίχτυ ασφαλείας των κοινωνικών μεταβιβάσεων το 2012 τα ποσοστά της φτώχειας θα είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Τώρα που η κρίση γιγαντώνεται, όσοι έως πρότινος κατάφερναν να βρίσκονται πάνω αλλά κοντά στη γραμμή φτώχειας, βλέπουν τώρα τα μέτρα "σταθερότητας" εγγυημένα τους έχουν κατρακυλήσει κάτω από αυτήν. Εκρηκτική είναι και η άνοδος των "ακραία φτωχών" (με εισόδημα κάτω από 3.805 ευρώ/έτος): από 8,2% το 2011 αυξήθηκε σε 10,6% το 2012.
Τα επιδόματα στην Ελλάδα για πολλά χρόνια χορηγούντο χωρίς σαφή στρατηγική, με αποτέλεσμα το σύστημα να καταστεί ιδιαιτέρως περίπλοκο, κατακερματισμένο, αλληλεπικαλυπτόμενο, αναποτελεσματικό και χωρίς στόχευση. Θα φέρει λύση το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα; Η απάντηση είναι σαφής. Ακόμη και η πιλοτική του εφαρμογή, αν δεν δρομολογηθεί σωστά, θα είναι αναποτελεσματική.

* Ο Διονύσης Μπαλούρδος είναι διευθυντής Ερευνών, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών


Δεν υπάρχουν σχόλια: